Σύνδεση πανεπιστημίων και οικονομίας: Πάλι η ανακάλυψη του τροχού;

Νίκος Χ. Βαρσακέλης  Καθηγητής Βιομηχανικής Πολιτικής  Τμήμα Οικονομικών Επιστημών ΑΠΘ

barsak@econ.auth.gr

Η δεκαετία του 1980 αποτέλεσε σταθμό στον τρόπο που οι κυβερνήσεις (ξεκινώντας από αυτές των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας και στην συνέχεια από σχεδόν το σύνολο) αντιμετωπίζουν την ανώτατη εκπαίδευση σε σχέση με την κρατική χρηματοδότηση. Η κρατική χρηματοδότηση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης άρχισε να μειώνεται σε πραγματικούς όρους, ακόμη και στις χώρες της Σκανδιναβίας. Η αντιμετώπιση της νέας διαμορφούμενης κατάστασης, όσον αφορά την χρηματοδότηση και τον κίνδυνο συρρίκνωσης της ανώτατης εκπαίδευσης, οδήγησε, μεταξύ άλλων, το μέσο αμερικανικό και ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο και στην οικονομική αξιοποίηση της γνώσης που δημιουργεί.

Η οικονομική  αξιοποίηση της επιστημονικής γνώσης γίνεται σε τέσσερα επίπεδα:

Την οικονομική αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων των μελών του πανεπιστημίου, η οποία γίνεται με δύο τρόπους: α) την προσφορά σε εξωτερικό οργανισμό με ανάλογη πληρωμή αμοιβής (royalties) και β) με την απευθείας εκμετάλλευση του ερευνητικού αποτελέσματος εκ μέρους του ίδιου του ερευνητή (δημιουργία εταιρείας τεχνοβλαστού – spin off).

Τη χρήση των ερευνητικών υποδομών του πανεπιστημίου, ανθρώπινων και φυσικών, για την εκτέλεση ερευνητικών έργων μετά από ανάθεση από εξωτερικούς οργανισμούς, δημοσίους και ιδιωτικούς (βιομηχανική έρευνα). Στην περίπτωση αυτή, ο εξωτερικός οργανισμός συνεργάζεται με ένα ή περισσότερα εργαστήρια του πανεπιστημίου είτε σε κοινό ερευνητικό πρόγραμμα, στην περίπτωση αυτή συμμετέχουν ερευνητές εκ μέρους του εξωτερικού οργανισμού, είτε το ερευνητικό έργο εκτελείται εξ ολοκλήρου από το ερευνητικό εργαστήριο του πανεπιστημίου.

Την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών προς εξωτερικούς οργανισμούς, δημόσιους και ιδιωτικούς. Συνήθως, η παροχή των συμβουλευτικών υπηρεσιών γίνεται με δύο τρόπους: α) ad hoc, όταν ο εξωτερικός οργανισμός αντιμετωπίζει συγκεκριμένο πρόβλημα και απευθύνεται σε συγκεκριμένο εργαστήριο για την επίλυση του προβλήματος και β) με προγραμματική σύμβαση, σύμφωνα με την οποία ο εξωτερικός οργανισμός έχει πρόσβαση στις συμβουλευτικές υπηρεσίες του πανεπιστημίου καθ’ όλη την διάρκεια της σύμβασης και για οποιοδήποτε θέμα περιέχεται μέσα στην σύμβαση.

Την παροχή υπηρεσιών εκπαίδευσης τόσο προς φυσικά πρόσωπα όσο και κυρίως προς οργανισμούς. Η παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών ως προς τις νέες εξελίξεις αλλά και σε εξειδικευμένα θέματα γίνεται είτε στους χώρους του πανεπιστημίου είτε στους χώρους του ίδιου του οργανισμού (ενδοεπιχειρησιακή εκπαίδευση).

Όπως είναι εμφανές από την παραπάνω συνοπτική παρουσίαση του όγκου και της πολυπλοκότητας του έργου της οικονομικής αξιοποίησης, ακόμη και για ένα μεσαίο προς μικρό πανεπιστήμιο η διαχείριση απαιτεί τεχνογνωσία και δεν μπορεί να γίνεται σε ατομικό επίπεδο ή με όρους «ακαδημαϊκούς». Εξ άλλου δεν είναι αυτός ο ρόλος των ακαδημαϊκών. Για τον λόγο αυτό πολλά πανεπιστήμια στο εξωτερικό προχώρησαν στη δημιουργία γραφείου μεταφοράς τεχνολογίας, στελεχωμένου με ειδικό προσωπικό, το οποίο αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το έργο της οικονομικής αξιοποίησης της γνώσης που παράγεται στο πανεπιστήμιο. Τα γραφεία αυτά είναι συνήθως οργανικά τμήματα του πανεπιστημίου. Ως αποτέλεσμα, πολλά πανεπιστήμια, κυρίως της Β. Αμερικής, έχουν καταφέρει αφενός μεν να δημιουργήσουν μια σχετικά σταθερή πηγή εσόδων για τα ίδια τα πανεπιστήμια και αφετέρου να δημιουργήσουν χιλιάδες επιχειρήσεις, θέσεις εργασίας και εισόδημα στην οικονομία.

Και στην Ελλάδα;

Στην Ελλάδα, η βιομηχανική έρευνα και η συμβουλευτική ήταν και είναι αποτέλεσμα ατομικής υπόθεσης του ερευνητή. Ο ερευνητής, μέσω του προσωπικού του δικτύου, αναλαμβάνει βιομηχανική έρευνα ή συμβουλευτικές υπηρεσίες για οικονομικούς φορείς, δημόσιους ή ιδιωτικούς. Η ανάπτυξη των παραπάνω δεν αποτέλεσε μέχρι σήμερα αντικείμενο συγκεκριμένης πολιτικής των ΑΕΙ.

Όσον αφορά την δημιουργία τεχνοβλαστών από τους καθηγητές και ερευνητές των ελληνικών πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων, η Ελλάδα με μια σειρά νομοθετικών ρυθμίσεων έχει διαμορφώσει επαρκές και σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο για  που καλύπτει πλέον όλο το φάσμα των προβλημάτων που ανέκυψαν από τότε που εισήχθη στην Ελλάδα ο θεσμός των τεχνοβλαστών. Συνεπώς, η θέση που έχει διατυπωθεί από το υπουργείο παιδείας στο πλαίσιο του διαλόγου για τους τεχνοβλαστούς δεν πρόκειται να συνεισφέρει στην προσπάθεια για ανάπτυξη τους. Η άποψη μάλιστα που έχει διατυπωθεί για μοναδικό τρόπο συμμετοχής του ΑΕΙ στον τεχνοβλαστό, αυτή του μετόχου, θεωρώ ότι μειώνοντας τους βαθμούς ελευθερίας, τόσο των ΑΕΙ όσο και των ερευνητών και των επενδυτών, θα επιδράσει αρνητικά στην δημιουργία τεχνοβλαστών. Το σημερινό νομοθετικό πλαίσιο αφήνει ελευθέρια στα ΑΕΙ να επιλέξουν είτε την συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο είτε την πληρωμή εφάπαξ royalties είτε την πληρωμή royalties για μια σειρά ετών και είναι επαρκές προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι που έχει θέσει το κάθε ΑΕΙ.

Εμείς στο ΑΠΘ

Το ΑΠΘ είναι ένα από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια της Ευρώπης, διαθέτει υψηλής ποιότητας ερευνητικό προσωπικό, μέλη ΔΕΠ και υποψηφίους διδάκτορες και ερευνητές. Όμως, το ΑΠΘ, όπως εξάλλου και τα υπόλοιπα ελληνικά πανεπιστήμια, δεν είχε επιδιώξει(;), καταφέρει(;) να μετατρέψει την έρευνα που παράγει σε καινοτομία (innovation) προς όφελος της οικονομίας και της κοινωνίας γενικότερα.

Τα τελευταία χρόνια, το ΑΠΘ, ακολουθώντας την στρατηγική των πανεπιστήμιων της Β. Αμερικής, έθεσε σε εφαρμογή ένα σύστημα που θα αποτελεί τον «χαμένο κρίκο» (missing link) μεταξύ της ερευνητικής δραστηριότητας και τεχνογνωσίας του πανεπιστημίου και της οικονομίας και κοινωνίας. Ο «χαμένος κρίκος» αποτελείται από τέσσερα στοιχεία που αναφέρθηκαν παραπάνω και αποτέλεσαν τους πυλώνες του master plan για την δημιουργία του γραφείου μεταφοράς τεχνολογίας του ΑΠΘ.

Το ΑΠΘ δημιούργησε το Γραφείο Μεταφοράς Τεχνολογίας (με βάση το συγκεκριμένο master plan) αποστολή του οποίου είναι να βοηθήσει την τοπική, περιφερειακή και εθνική οικονομία, παρέχοντας προς χρήση στους κοινωνικούς εταίρους την έρευνα που πραγματοποιεί και την τεχνογνωσία που διαθέτει, με συνέπεια ως προς την ακαδημαϊκή δεοντολογία και ηθική, και ταυτόχρονο όφελος του ΑΠΘ και των μελών του, φοιτητών και μελών ΔΕΠ. Τα αποτελέσματα της πρώτης πενταετίας είναι εντυπωσιακά και σε σύντομο χρονικό διάστημα το Γραφείο  Μεταφοράς Τεχνολογίας του ΑΠΘ αποτέλεσε την καλή πρακτική και για τα υπόλοιπα πανεπιστήμια της χώρας. Αυτό συνέβη διότι πληρούνταν οι δύο βασικές προϋποθέσεις, που έχω θέσει και σε προηγούμενα άρθρα μου: α) αφοσιωμένη ηγεσία του ιδρύματος στην επίτευξη των στρατηγικών στόχων και β) προσωπικό με ικανότητες και θέληση να συνδράμει στην επίτευξη αυτών.

Προτείνω λοιπόν προς το υπουργείο παιδείας ότι δεν χρειάζεται η χώρα να ανακαλύπτει συνέχεια τον τροχό και να νομοθετεί συνεχώς. Και οι προηγούμενες κυβερνήσεις έκαναν πράγματα ως προς το θέμα των τεχνοβλαστών, όπως και ορισμένα πανεπιστήμια, πχ το ΑΠΘ. Αυτό που χρειάζεται είναι ένα πρόγραμμα για την ανάπτυξη των γραφείων μεταφοράς τεχνολογίας των ΑΕΙ και των ερευνητικών κέντρων. Τεχνογνωσία υπάρχει.