Η επιχειρούμενη υποβάθμιση των Α.Ε.Ι. με τη συγχώνευση και την ανωτατοποίηση των Τ.Ε.Ι.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗΣ ΠΗΡΑΜΕ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΥΜΕ ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΑΡΘΡΟ.

Του Νίκου Παπαϊωάννου

Προέδρου του Τμήματος Κτηνιατρικής

Υποψήφιου Πρύτανη ΑΠΘ

 Κατατέθηκε πριν λίγες ημέρες στη Βουλή το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Παιδείας «Συνέργειες Πανεπιστημίων και Τ.Ε.Ι., πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, πειραματικά σχολεία, Γενικά Αρχεία του Κράτους και λοιπές διατάξεις». Θα μείνω στις προτεινόμενες από την Κυβέρνηση διατάξεις για την συγχώνευση ΑΕΙ και ΤΕΙ. Διότι περί συγχωνεύσεως πρόκειται, η οποία επιχειρείται διά της ανωτατοποίησης των συγχωνευόμενων Τ.Ε.Ι. και της υποβάθμισης των Α.Ε.Ι. υποδοχής. Δεν πρόκειται περί «συνέργειας», η οποία χρησιμοποιείται ψευδεπίγραφα και αποπροσανατολιστικά στον τίτλο του συζητούμενου νομοσχεδίου.

Πράγματι, για μια ακόμη φορά, συγχωνεύονται τα κατά τόπους ΤΕΙ με τα πλησιέστερα Α.Ε.Ι., δια της απορροφήσεως των πρώτων από τα δεύτερα, και συγκεκριμένα από τα εξής Α.Ε.Ι.:

  • το «Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδος»,
  • το «Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας»,
  • το «Πανεπιστήμιο Κρήτης» (μετονομαζόμενο σε «Μεσογειακό Πανεπιστήμιο»),
  • το «Πανεπιστήμιο Πατρών» και
  • το «Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου».

Ξεχωρίζει η ίδρυση τέταρτης Νομικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Πατρών, η οποία, σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του προωθούμενου νομοσχεδίου, «αναμένεται να έχει χαρακτηριστικά που θα την διακρίνουν από τις τρείς υφιστάμενες Νομικές Σχολές (ΕΚΠΑ, ΑΠΘ, ΔΠΘ) και να αφορούν στη Νομική Σκέψη και Πράξη του μέλλοντος». Να υποθέσουμε πως οι Νομικοί της Πάτρας δεν θα ασχολούνται με την lex lata, αλλά μόνο με την lex ferenda; Με άλλα λόγια, δεν θα ασχολούνται με το ισχύον δίκαιο, αλλά με το δίκαιο όπως τείνει να διαμορφωθεί; Και με την lex lata θα ασχολούνται μόνον οι τρεις άλλες Νομικές Σχολές της χώρας στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και την Κομοτηνή, οι οποίες –ειρήσθω εν παρόδω – αντιτάχθηκαν σύσσωμες στη δημιουργία και τέταρτης Νομικής Σχολής, με το απλούστατο επιχείρημα γιατί η Κυβέρνηση, εκεί που θα χρειαστεί να επενδύσει τόσα κονδύλια σε μη υπάρχουσα ακαδημαϊκή μονάδα, δεν δίνει ένα μικρό μόνο μέρος αυτών στις υφιστάμενες Σχολές, που είναι υποστελεχωμένες και υποχρηματοδοτούμενες;

Μακάρι να επρόκειτο για αστείο. Δυστυχώς, πρόκειται για έναν ακόμη εφιάλτη, που έπρεπε επίσης να ζήσουμε από την απερχόμενη διακυβέρνηση, η οποία δεν λειτουργεί με γνώμονα το συμφέρον της χώρας, αλλά την αναδιάταξη του χάρτη της ανώτατης εκπαίδευσης, με ομολογημένη πρόθεση να ελέγξει τα νέα Πανεπιστήμια, αφού τα υφιστάμενα είναι εκτός ελέγχου της. Επιχειρεί, λοιπόν, να νοθεύσει και να υποβαθμίσει τα Α.Ε.Ι. συγχωνεύοντάς τα με Τ.Ε.Ι., προσδοκώντας να προσελκύσει κομματική πελατεία από τους χώρους των δεύτερων. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι το νομοσχέδιο αυτό, ένα από κύκνεια άσματα της απερχόμενης Κυβέρνησης, φέρεται εσπευσμένα στη Βουλή λίγο πριν τις πρώτες εκλογές που θα γίνουν στη χώρα μετά από τέσσερα χρόνια.

Στις καθεστωτικές προθέσεις της απερχόμενης Κυβέρνησης, όμως, έρχεται το Σύνταγμα και βάζει όρια. Το Σύνταγμα αποδείχθηκε ανθεκτικό, όπως συνηθίζει να επαναλαμβάνει ο Βαγγέλης Βενιζέλος, στις καθεστωτικές βλέψεις της Κυβέρνησης αυτής. Πιστεύω ακράδαντα πως αυτό θα συμβεί και τώρα, που προωθείται αυτή η τερατώδης υποβάθμιση των Α.Ε.Ι.

Στην Αιτιολογική Έκθεση του συζητούμενου νομοσχεδίου αναφέρονται τα εξής:

«Ως προς την τεχνολογική εκπαίδευση, επί πολλά χρόνια στην Ελλάδα αυτή παρεχόταν ως επαγγελματική-μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση, αργότερα ως επαγγελματική-τεχνολογική εκπαίδευση από ανώτερες σχολές και στη συνέχεια ως ανώτατη τεχνολογική εκπαίδευση από Α.Ε.Ι.. Αυτό αποτελούσε πάντα επιλογή του εκάστοτε νομοθέτη, καθότι το Σύνταγμα δεν εισάγει διάκριση της ανώτατης εκπαίδευσης σε τεχνολογική και θεωρητική και ως εκ τούτου δεν επιβάλλει την ύπαρξη και παροχή διακριτής ανώτατης τεχνολογικής εκπαίδευσης και μάλιστα από διακριτά ιδρύματα. Εξάλλου, μια τέτοιου είδους διάκριση είναι όλως αδόκιμη καθώς μεγάλο μέρος των ελληνικών πανεπιστημίων, όπως Πολυτεχνεία, πολυτεχνικές σχολές και άλλα τμήματα, είναι κατεξοχήν τεχνολογικά, οπότε ανέκαθεν η τεχνολογική εκπαίδευση ήταν «ενσωματωμένη» και σε πολλά προγράμματα σπουδών πανεπιστημίων».

Πλην όμως, το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει κάνει με τη νομολογία του μια εντελώς διαφορετική ανάγνωση του άρθρου 16 του Συντάγματος από αυτήν που κάνει η Κυβέρνηση με την επιχειρούμενη ανωτατοποίηση των Τ.Ε.Ι. δια της συγχωνεύσεως αυτών με Α.Ε.Ι.. Σύμφωνα, πράγματι, με την απόφαση 1958/2000 της Ολομέλειας του ΣτΕ:

«…από το συνδυασμό των παρατεθεισών διατάξεων του [άρθρου 16 του] Συντάγματος, προκύπτει ότι τόσο η ανωτάτη εκπαίδευση όσο και η ανωτέρα επαγγελματική εκπαίδευση ανήκουν στην ίδια τρίτη βαθμίδα, πλην διακρίνονται σαφώς μεταξύ τους ως προς την αποστολή και την οργάνωση. Βασική αποστολή των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι η καλλιέργεια της επιστήμης που αναλύεται σε έρευνα και διδασκαλία. Αντιθέτως, η επαγγελματική εκπαίδευση αποσκοπεί στη μετάδοση ειδικών γνώσεων και εμπειριών κατάλληλων για την άσκηση ορισμένου επαγγέλματος και αντιστοίχως στη δημιουργία στελεχών απαραιτήτων για τη λειτουργία της σύγχρονης οικονομίας. Διαφορετική είναι και η οργανωτική διάρθρωση, αφού η ανωτάτη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικώς σε ιδρύματα, υπό τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, με πλήρη αυτοδιοίκηση, από καθηγητές που απολαύουν προσωπικής ανεξαρτησίας ανάλογης με εκείνη των δικαστικών λειτουργών, ενώ η επαγγελματική εκπαίδευση παρέχεται από “σχολές ανώτερης βαθμίδας” χωρίς συνταγματική κατοχύρωση της κρατικής νομικής μορφής των σχολών και του υπηρεσιακού καθεστώτος του διδακτικού προσωπικού. Παραλλήλως ο συντακτικός νομοθέτης έκρινε σκόπιμο να ενισχύσει τη διαφοροποίηση των δυο οργανωτικών σχημάτων με τον περιορισμό της διάρκειας των σπουδών της ανωτέρας επαγγελματικής εκπαίδευσης στα τρία έτη (βλ. Πρακτικά Αναθεωρητικής Βουλής σελ. 494, 496, 501, 504 και ΣτΕ 576/1981 Ολ., 1175/1988). Ο διαχωρισμός αυτός των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων από τις σχολές ανωτέρας βαθμίδας, που παρέχουν επαγγελματική ή άλλη ειδική εκπαίδευση δεν δύναται ούτε να ματαιωθεί αμέσως από τον κοινό νομοθέτη με την εξίσωση αυτών ούτε και να καταστρατηγηθεί εμμέσως με την παράταση του χρόνου σπουδών πέραν της συνταγματικώς οριζομένης τριετίας και την ταυτόχρονη αλλοίωση του προγράμματος σπουδών, ώστε να μη παρέχεται σε αυτές η επιτασσόμενη από το Σύνταγμα επαγγελματική ή άλλη ειδική εκπαίδευση αλλά εκπαίδευση προσομοιάζουσα προς την παρεχόμενη από τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα (πρβλ. ΣτΕ 1260/1995 Ολ.).»

Η απόφαση αυτή του ΣτΕ δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες για τη συνταγματικότητα και αυτού του σχεδίου νόμου, με το οποίο συγχωνεύονται ΑΕΙ και ΤΕΙ και αναβαθμίζονται τα ΤΕΙ σε ΑΕΙ μαζί με το προσωπικό τους, και μάλιστα με κλειστές διαδικασίες, κάτι που θέτει αυτοτελώς ένα επιπλέον ζήτημα συνταγματικότητας. Είναι δε απορίας άξιο γιατί η παραπάνω απόφαση αποκρύπτεται από τον δημόσιο διάλογο!

Κατόπιν των ανωτέρω, όλη η προσπάθεια που καταβάλλει η Κυβέρνηση να συγχωνεύσει τα ΤΕΙ με ΑΕΙ βρίσκεται στον αέρα. Το ζήτημα είναι σε ποιο βαθμό θα προλάβει να υλοποιηθεί πριν πέσει αυτή η Κυβέρνηση, η οποία με τις αλλεπάλληλες –ανούσιες και χωρίς καμιά προστιθέμενη αξία– (αντι)ρυθμίσεις που έχει εισαγάγει στο θεσμικό πλαίσιο της Ανώτατης Εκπαίδευσης, έχει ναρκοθετήσει και το πεδίο αυτό, με αποτέλεσμα η νέα Κυβέρνηση που θα προκύψει από τις επερχόμενες εθνικές εκλογές να δυσκολευτεί πολύ να επαναφέρει τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση, πόσο μάλλον να τα επαναρυθμίσει προς τη σωστή κατεύθυνση.